Ο Κωνσταντίνος Γαρέφης (1874 – 1906), ήταν σημαντικός Έλληνας Μακεδονομάχος και οπλαρχηγός.
Για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Κώστα Γαρέφη τα υπάρχοντα στοιχεία είναι εξαιρετικά ισχνά, οι πληροφορίες λειψές...
Κι αυτό όχι μόνο γιατί απουσιάζουν ολότελα οι γραφτές αποθησαυρίσεις, αλλά και γιατί κι αυτές οι μνήμες εκείνων που γνώρισαν το Μηλιώτη ήρωα αναφέρονται κυρίως στην περίοδο που φωτίστηκε απ’ την πολεμική του δράση και δόξα.
Ωστόσο με τη διασταύρωση των μετρημένων αυτών ενθυμήσεων κάποιων γερόντων συμπατριωτών του και της αδελφής του Αριστέας, μπορούμε να καταλήξουμε σ’ ορισμένα συμπεράσματα γύρω από τη ζωή, αλλά και το χαρακτήρα και την όλη προσωπικότητα του κατοπινού ήρωα.
Και πρώτα – πρώτα είναι βέβαιο πως τα «γράμματα» του Κώστα Γαρέφη δεν ήταν πολλά. Έβγαλε δεν έβγαλε το Δημοτικό, μ’ όλο που η πρώτη εγγραφή του σ’ αυτό συνέπεσε με την απαρχή του ελεύθερου βίου της Θεσσαλίας. Η διαπίστωση επιβεβαιώνεται κι απ’ τον καπετάν Ακρίτα στ’ απομνημονεύματά του: «χωρίς πολλά γράμματα αλλά με παραδόσεις εθνικάς…». Κι η αλήθεια είναι πως ο Γαρέφης ήταν απ’ το Καμίνι των ανθρώπινων εκείνων τύπων που η έμφυτη κι η πληθωρική τους ζωηρότητα δεν καθηλώνεται εύκολα στο μαθητικό θρανίο.
Ο ίδιος ωστόσο είχε μια παθολογική αγάπη για τη θάλασσα, κληρονομημένη το δίχως άλλο απ’ το δεινό θαλασσομάχο πατέρα του, που, όσο καιρό δεν πολεμούσε με τους Τούρκους στη στεριά, αναμετριόταν με τις φουρτούνες του Αιγαίου και του Παγασητικού ως κυβερνήτης ιδιόκτητου εμπορικού ιστιοφόρου. Η αγάπη, λοιπόν, αυτή έφερε το δευτερότοκο γιο του Κατσούδα, σε ηλικία 16 χρόνων, σαν ναυτόπουλο του πολεμικού μας ναυτικού στον Πόρο. Ο ατίθασος, ωστόσο, χαρακτήρας του, που στάθηκε πάντα για τον ίδιον αρνητικό στοιχείο για τη δημιουργία μιας κάποιας επαγγελματικής καριέρας, τον ξανάφερε πάλι γοργά στην πατρίδα του και στο καράβι του πατέρα του, όπου πια κι έγινε το δεξί χέρι του γερο – Κατσούδα.
Γενικά, αναζητώντας μέσα στην αχλύ των ενθυμήσεων το πορτραίτο των άγουρων χρόνων του κατοπινού ήρωα, θα βρούμε το παλικαρόπουλο εκείνο που, μεγαλωμένο μέσα σ’ έναν αυστηρό οικογενειακό περίγυρο, όπου κυριαρχούσε η βαριά παράδοση της σουλιώτικης λεβεντιάς και το κλίμα του προγονικού ηρωισμού, ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς μάλλον παρά του νου, ένα δρόμο που θα το έφερνε στην ανανέωση της κληροδοτημένης πατρογονικής δόξας.
Στη διαδρομή της σύντομης ζωής του οι παραδόσεις της τιμημένης οικογενείας του, όπως επισημαίνει κι ο καπετάν Ακρίτας, στάθηκαν η πυξίδα του Γαρέφη. Αυτές καθοδηγούσαν όλες του τις σκέψεις κι όλες του τις πράξεις, αυτές μετουσιώθηκαν με τον καιρό σε βιωμένο χρέος.
Έτσι απ’ τα παιδικά του χρόνια φανερώνεται το ανυπόταχτο φρόνημα του Γαρέφη, η βιαιότητα του χαρακτήρα του, η παροιμιώδης αφοβία του, η ολοσύνεχη δίψα του για περιπέτεια, η σωματική του ρωμαλεότητα, ο ασίγαστος πατριωτισμός του και τέλος, «τα μεγάλα του αισθήματα κι η καρδιά του μικρού παιδιού» που επισημαίνει αργότερα κι ο αρχηγός του στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του.
Η παλικαριά του
Αν θελήσει κανένας να γενικεύσει τις παρατηρήσεις του, που βγαίνουν απ’ την αναδίφηση των πιο πολλών ενθυμήσεων που αναφέρονται σε χαρακτηριστικές πτυχές της ζωής του Γαρέφη στις Μηλιές, θα καταλήξει αβίαστα σ’ ένα γενικό συμπέρασμα: Ο Γαρέφης δε ζούσε παρά για την παλικαριά. Ο στόχος αυτός ήταν, θα ‘λεγε κανείς, ο μεγάλος σκοπός της ζωής του. Ένας στόχος που τον πλήρωσε με την ανήσυχη ζωή του και τον καταξίωσε με τον ηρωικό θάνατό του.
Ν’ αναφερθώ στα χαρακτηριστικά εκείνα περιστατικά που αποδείχνουν την παραπάνω διαπίστωση: θα μακρηγορούσα δίχως σοβαρό λόγο. Έτσι προτιμώ να τα γενικεύσω. Οι μνήμες, λοιπόν, των γερόντων συμπατριωτών του μιλάνε πολύ για το ανυπόταχτο φρόνημά του, για μια ολοσύνεχη αντιδικία του με τα όργανα του Νόμου και της τάξης — είναι γνωστά 3-4 χαρακτηριστικά επεισόδια —, για κάμποσους άλλους πάλι χαρακτηριστικούς για τα γενεσιουργά τους αίτια και την αγριότητά τους καυγάδες του στο χωριό, για την αγάπη του και την απαράμιλλη επίδοσή του στο χορό, για την ασυνήθιστη ρώμη αλλά και αποκοτιά του και τέλος για τη λατρεία που έτρεφε για τα όπλα — ήταν κι άριστος σκοπευτής, όπως κι η μικρότερη αδελφή του Αριστέα — για τα οποία, κατά την κοινή έκφραση «του έμενε η καρδιά» και με τα οποία είχε καταστόλιστο το πατρικό του σπίτι.
Όλες τούτες οι μνήμες, που θυμίζουν έντονα χαρακτηριστικά καθέκαστα από βιογραφίες αναφερόμενες σε ήρωες του 21, δικαιώνουν θαρρώ πάλι απόλυτα τον καπετάν Ακρίτα, που σημειώνει στο βιβλίο του πως «ο Γαρέφης ήτο ο τύπος του γενναίου παλληκαριού… από την πάσταν που αν έζη τω 21 θα άφηνεν λαμπρόν όνομα». Πρέπει να ‘χε δίκιο. Γιατί όλα τούτα τα μικρά ξεσπάσματα της ανυπόταχτης ψυχής του Γαρέφη, όλες τούτες οι μικρές «παλικαροσύνες» που γεννούσε η ηφαιστειακή του ιδιοσυγκρασία, οδήγησαν τον ήρωα, όταν σήμανε η ώρα της ιστορίας, σ’ ένα απαράμιλλο «φινάλε» γενναιότητας, σε μια ενέργεια που ήταν, όπως θα παραδεχθεί ο Γεώργιος Μόδης, «η αποθέωση της ελληνικής παλληκαριάς και λεβεντιάς».
Χαρακτηρισμοί
Όταν μελετήσεις τις παλιές φωτογραφίες του μηλιώτη Μακεδονομάχου, ακούσεις τις ενθυμήσεις των γερόντων που τον γνώρισαν από κοντά, διαβάσεις τις κρίσεις και τους χαρακτηρισμούς που του αφιέρωσαν όσοι ασχολήθηκαν με την ιστορία του, σε καρτερεί μια έκπληξη. Γιατί στην εικόνα που θα συνθέσουν οι βιωμένες ενθυμήσεις, οι κρίσεις και οι χαρακτηρισμοί, θα βρεις κάποια χαρακτηριστικά που θα σου θυμίσουν έντονα μορφή κλεφταρματολού του 21.
Για την ακρίβεια η μορφή του Γαρέφη, όπως αναδύεται πολυεδρική και πολυσήμαντη μέσα απ’ τα καθέκαστα των λογής – λογής αποθησαυρίσεων της μνήμης, αποτελεί ένα περίεργο κράμα. Έτσι εξωτερικά θα ιδούμε το αρρενωπό παράστημα, τα πλατιά στήθια, τις τετράγωνες πλάτες, το σπινθηροβόλο βλέμμα και το ξεχείλισμα της νιότης και της παλικαριάς ενός Ανδρούτσου, ενώ εσωτερικά θ’ αναγνωρίσουμε την εξυπνάδα, τη στρατηγική, τη σκληρότητα και την αθυροστομία ενός Καραϊσκάκη, τη λεβεντιά, το θάρρος και την αποκοτιά ενός Μπότσαρη, την ευγένεια των αισθημάτων και τη δύναμη της επιβολής ενός Κολοκοτρώνη.
Αλλά για να μη θεωρηθούν αυθαίρετα κι υπερβολικά τα παραπάνω, ας δούμε τι γράφουν γι’ αυτόν κι εκείνοι που τον γνώρισαν από κοντά κι όσοι ασχολήθηκαν μ’ αυτόν, με συνείδηση ευθύνης, στις διάφορες μελέτες τους: «Ψηλό, μεγαλοπρεπή και ωραίο σαν μυθικό ήρωα», τον θυμόταν η υπεραιωνόβια Κρυσταλλία Οικονομάκη, συμφωνώντας και με το γιο της Παρίση Οικονομάκη. «Πάντα γελαστό, ευγενή, καλοσυνάτο αλλά και οξύθυμο και βίαιο κατά περίπτωση και με φοβερή μυική δύναμη και σβελτάδα», μου τον παρουσίασαν τόσο ο δάσκαλος Γιάννης Σακελλαρίου όσο και ο Αντρέας Μαργαρώνης. «Με γενναιότητα καρδίας, ευγένεια αισθημάτων, ιπποτισμόν αξιοθαύμαστον και με διάχυτον την εντύπωσιν της επιβολής», τον είδε κι ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου που τον γνώρισε κι αυτός από κοντά, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ήρωα και συγκεκριμένα στις 23-8-1906. Τέλος, για «λεβέντη πολύ φιλότιμο, ιππότη και κοσμοαγάπητο αλλά και γλεντζέ και χορευταρά, που όταν χόρευε συρτό όλα τα κορίτσια του χωριού αρμαθιάζονταν πίσω του», μου μίλησαν και η Χρυσάνθη Γουργιώτη, αλλά και η αδερφή του Αριστέα.
Κι αυτά από ανθρώπους που τον γνώρισαν από πολύ κοντά στην κοινή τους γενέτειρα σε ώρες και καιρούς ειρηνικούς, που ωστόσο γίνονταν – κάποτε ταραγμένοι σαν τον καλοσυνάτο Γαρέφη τον έπιαναν τα μπουρίνια του, όταν ζοριζόταν από κάποιες ζαβολιές. Ας δούμε, όμως, πώς ο ίδιος περιγράφεται κι από εκείνους που είτε τον είδαν κι αυτοί από κοντά είτε άκουσαν να γίνεται λόγος γι’ αυτόν από ανθρώπους που συχνωτίστηκαν μαζί του στα χρόνια της αγωνιστικής κι εθνικής του δράσης και προσφοράς.
«Υψηλός, μελαχροινός, ευρύστερνος, δασύτριχος, ρωμαλέος, ταχύπους κι άφοβος εις τας μάχας», γράφει γι’ αυτόν ο Εδεσσαίος δάσκαλος Παν. Ζιώτας. «Λεβέντης, πανύψηλος, γερή κορμοστασιά, πρόσωπο καθαρά ελληνικό, γλυκός περήφανος, απλός, λάμπει ο τόπος που περνάει», είναι το πορτραίτο του δοσμένο από τη Ναουσαία Θάλεια Σαμαρά. «Ήταν ένα λεβεντόκορμο παλληκάρι… Πρόθυμος και πειθαρχικός, γενναίος κι ευγενικός, έπαιρνε όλες τις δύσκολες κι επικίνδυνες αποστολές», σημειώνει ο Γεωρ. Μόδης. Κι ο αρχηγός του Γαρέφη, καπετάν Ακρίτας, συμπληρώνει: «…με πρωτοβουλίαν, αεικίνητος, ακούραστος, σκληρός δια τους Βουλγάρους κι εύπιστος δι’ όλους τους άλλους… Ο αγνότερος συμπολεμιστής και φίλος αφοσιωμένος… άφησεν παράδοσιν αιωνίαν της λεβεντιάς του…». «Απ’ τους αγνότερους καπεταναίους του Μακεδονικού Αγώνα» τον θεωρεί και ο απ’ τους νεότερους Μακεδόνες ιστοριοδίφες και λαογράφους Κώστας Δούφλιας, ενώ η Πηνελόπη Δέλτα τον χαρακτηρίζει «λαμπρό κι ηρωικό» κι ο φιλέλληνας Γάλλος δημοσιογράφος Paillares, σε περισπούδαστο άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον καιρό του Μακεδονικού Αγώνα, τον βλέπει σαν «υπέροχο τύπο ανδρός κι εξαίσιο παλληκάρι». Σ’ επιστολή εξάλλου του Αθ. Εξαδάχτυλου προς τον Κ. Μαζαράκη (15-9-1906), διαβάζουμε τα εξής σημαντικά: «Ουδείς υπάρχει σήμερον — μετά εορτήν δυστυχώς — αμφιβάλλων περί της μεγάλης αξίας του μακαρίτου Κώστα (Γαρέφη). Η γνώμη είναι γενική ότι σπανίως η Μακεδονία θα ίδη παρόμοιον αρχηγόν. Τον κλαίει ολόκληρος η Μακεδονία από Μοναστηρίου μέχρι Γευγελή…».
Χαρακτηριστικά, όμως, είναι και τα σχόλια ενός ακόμα νεότερου υμνητή της γαρεφέικης δόξας, του Εδεσσαίου δημοσιογράφου και ερευνητή Νίκου Καραμανάβη που γράφει, ανάμεσα στα πολλά, και τούτα για το Γαρέφη: «Σ’ όλες τις εκδηλώσεις του ήταν ένας παραφουσκωμένος χείμαρρος, ένα βουητό παλληκαριάς παντούθε αναδίνονταν. Μια υποκειμενική αντίληψη ανωτερότητας τον κατείχε και μια τόλμη σπάνιας γενναιοψυχίας…». «Μα κι οι Σαρακατσαναίοι», λέει στο ίδιο γραφτό του, «ύστερα από τόσα χρόνια δεν τον ξεχνούνε. Τον αναφέρουν σαν ημίθεο. Θυμούνται εκείνη την αετίσια ματιά, τη λάμψη τη γεμάτη έπαρση ανδροπρέπειας, το λεβεντόκορμο παλμό, εκείνο το ξεχωριστό στολίδι του καπετάνιου που γεννούσε την ευψυχία».
Τέλος ο Δημήτρης Χατζής, μας δίνει ολοκληρωμένο το πορτραίτο του «λεβέντη του πηλιορείτη», του «απαράμιλλου Γαρέφη», όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει, με τον παρακάτω πυκνό αφορισμό: «Είναι δύσκολο να επιτύχη κανείς διαβαθμίσεις γενναιότητος και εθνικής αρετής εις το πλήθος των ανδραγαθησάντων και πεσόντων Μακεδονομάχων. Όποιος όμως αρέσκεται ν’ αναζητή τας κορυφάς, πρέπει να σταθή μετ’ ευλαβείας προ του Κώστα Γαρέφη».
Ο θάνατος του εθνομάρτυρα
«Χρυσώνει ο ήλιος της αυγής το πράσινο λημέρι
μοιρολογάει στα κλαδιά το πρωινό τ’ αγέρι…»
Ωστόσο εκείνη η εφιαλτική νύχτα της Μπογντάνιτσας δεν είχε αυγή. Πριν ακόμα χαράξει, η νύχτα γίνηκε ξαφνικά μέρα καθώς οι τριάντα καλύβες παραδόθηκαν απ’ τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους στο πυρ για να εξασφαλιστεί έτσι το άλλοθι των Σαρακατσαναίων για την τούρκικη Αρχή. Στο μεταξύ όσοι Βούλγαροι σώθηκαν, τράπηκαν σε άτακτη φυγή κι η περιβόητη βουλγάρικη τσέτα, μένοντας ακέφαλη, διαλύθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Ο Γαρέφης, μ’ όλο το σοβαρό τραυματισμό του, επέμεινε, πριν εγκαταλείψει με τα παλικάρια του το πεδίο της μάχης, να ιδεί τ’ αποτελέσματα της συμπλοκής. Τον πήγαν λοιπόν σηκωτό τα παλικάρια του κι είδε τα πτώματα των κομιτατζήδων και τα λάφυρα. Ωστόσο το γεγονός ότι ο Λούκα δεν βρισκόταν ανάμεσα στους νεκρούς τον στενοχώρησε αφάνταστα γιατί πίστευε — κι είχε δίκιο — πως τον είχε χτυπήσει κι αυτόν καίρια όπως τον Καρατάσο.
Κατά τα χαράματα το Σώμα του ηρωικού οπλαρχηγού τράβηξε για τα ψηλώματα, πριν καταφτάσει στον τόπο της μάχης το τούρκικο ασκέρι. Ο Γαρέφης, μ’ όλους τους πόνους του, έκανε καρδιά και περπατούσε, στηριγμένος στα χέρια των ψυχογιών του. Σαν, όμως, οι πόνοι της πληγής του δυνάμωσαν, τα παλικάρια του έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο με κλαδιά, πάνω στο οποίο και τον μετέφεραν οι ψυχογιοί του Νάσιος και Γρηγόρης και οι Αριστ. Μπασδέκης και Χρ. Μπιρτζίνος. Έτσι ο πληγωμένος καπετάνιος μεταφέρθηκε στην περιοχή της Πουλτσίστας, όπου βρισκόταν το τσελιγγάτο του Γ. Γιαννακούλα, κι εκεί, στις στερνές επιθανάτιες ώρες του, φιλοξενήθηκε γι’ ασφάλεια και με μεγάλη μυστικότητα, στο φτωχοκάλυβο του Παναγιώτη Παλάσκα.
Στο μεταξύ τα περίλυπα παλικάρια του ειδοποίησαν αμέσως να ‘ρθει γιατρός εμπιστοσύνης απ’ τα Βιτώλια (Μοναστήρι), η πληγή όμως του Γαρέφη ήταν τέτοια που δεν περίμενε γιατρό. Ωστόσο το λεοντόκαρδο παλικάρι έζησε δυο ολόκληρα μερόνυχτα και στις στερνές του στιγμές η φαμίλια του Παλάσκα κι οι Γιαννακουλαίοι των συμπαραστάθηκαν με συγκινητική αφοσίωση κι απαράμιλλη ανθρωπιά.
Στο στερνό δειλινό της ζωής του, σύμφωνα μ’ αφήγηση του Ν. Χατζηγιάννη, τα στεγνά χείλια του ήρωα χαμογέλασαν, σαν ήρθε, σταλμένος απ’ το Προξενείο της Θεσσαλονίκης, ο Μήτρος Ζαραλής και του ‘φερε 800 λίρες, πιστόλια, παπούτσια, ρούχα, ρολόγια, ζώνες και προπαντός το πασίχαρο νέο της αποφυλάκισης του αδελφού του.
Λίγο αργότερα όμως ο Γαρέφης προαισθάνθηκε το τέλος του κι η σκέψη του πέταξε στην Σπαρτιάτισσα μάνα του:
— Τι όνειρο θα ιδείς, βρε δόλια μάνα απόψε; είπε στενάζοντας.
Κι ύστερα, ως τη στερνή του πνοή, έλεγε και ξανάλεγε με παράπονο:
— Ακριβά σε πλήρωσα, κερατά Καρατάσο, ακριβά σε πλήρωσα… (πέθανε και τελικά δεν έμαθε πως είχε εξοντώσει και τον Λούκα).
Έκλεισε για πάντα τα μάτια του κατά τα ξημερώματα, λίγο πριν φτάσει ο Μοναστηριώτης γιατρός κι αγνός Έλληνας πατριώτης Κων/νος Μιχαήλ ή Μόναχος, κι ενώ γύρω του χτυπιόνταν από απελπισία οι ψυχογιοί του και σπάραζε από οδύνη ολάκερη η φαμίλια του Παλάσκα.
«Τουν άλλαξε σαρακατσιάν’κα μια Τσαρτσάλαινα Κώσταινα κι τουν αρχίν’σανε οι γ’ναίκες στα μοιριουλόγια… Άιντε – άιντε, μαρέ παιδάκι μ’! Κι τα κλαριά κλαίγανε. Στα στερνά φόρτουσαν του κιβούρι τ’ σ’ ένα άλουγου κι τουν πήγανε οι Κεχαγιάδες, ένας ψυχουγιός τ’ ντ’μένους κι αυτός σαρακατσιάν’κα κι οι γ’ναίκες μοιριουλουγώντας κι σκούζουντας στ’ Πουλτσίστα κι τον θάψανε».
Κρατούμε σαν σωστές όλες τούτες τις ενθυμήσεις που μας παράδωσε μ’ έκδηλη συγκίνηση η γερόντισσα Αναστασία Κότυλη, που βίωσε τις στερνές στιγμές του Γαρέφη, κι απορρίπτουμε μόνο την τελευταία. Γιατί είναι έξω από κάθε αμφισβήτηση, αφού επιβεβαιώνεται απ’ όλες τις άλλες πηγές, πως ο αρχηγός, «παρόμοιον του οποίου σπανίως θα ιδή η Μακεδονία», κατά την ειλικρινή δήλωση του Εξαδάχτυλου, διαβάστηκε και τάφηκε σαν κοινός Σαρακατσάνος στο τότε ελληνικότατο χωριό Γραδέσνιτσα. Εκεί που ακόμα βρίσκονται τα τιμημένα κόκαλά του, καρτερώντας ίσως το ξύπνημα ενός μεγάλου και πανίερου Χρέους της ελληνικής Πολιτείας και των συμπατριωτών του.
Πηγή: Η όμορφη έρευνα του Κώστα Λιάπη, Καπετάν Κώστας Γαρέφης – Ο σταυραετός του Πηλίου, Β’ έκδ. Εξωραϊστικού – πολιτιστικού συλλόγου Μηλέων «Γρηγόριος Κωνσταντάς».
http://www.e-istoria.com/270.html
Ωστόσο με τη διασταύρωση των μετρημένων αυτών ενθυμήσεων κάποιων γερόντων συμπατριωτών του και της αδελφής του Αριστέας, μπορούμε να καταλήξουμε σ’ ορισμένα συμπεράσματα γύρω από τη ζωή, αλλά και το χαρακτήρα και την όλη προσωπικότητα του κατοπινού ήρωα.
Και πρώτα – πρώτα είναι βέβαιο πως τα «γράμματα» του Κώστα Γαρέφη δεν ήταν πολλά. Έβγαλε δεν έβγαλε το Δημοτικό, μ’ όλο που η πρώτη εγγραφή του σ’ αυτό συνέπεσε με την απαρχή του ελεύθερου βίου της Θεσσαλίας. Η διαπίστωση επιβεβαιώνεται κι απ’ τον καπετάν Ακρίτα στ’ απομνημονεύματά του: «χωρίς πολλά γράμματα αλλά με παραδόσεις εθνικάς…». Κι η αλήθεια είναι πως ο Γαρέφης ήταν απ’ το Καμίνι των ανθρώπινων εκείνων τύπων που η έμφυτη κι η πληθωρική τους ζωηρότητα δεν καθηλώνεται εύκολα στο μαθητικό θρανίο.
Ο ίδιος ωστόσο είχε μια παθολογική αγάπη για τη θάλασσα, κληρονομημένη το δίχως άλλο απ’ το δεινό θαλασσομάχο πατέρα του, που, όσο καιρό δεν πολεμούσε με τους Τούρκους στη στεριά, αναμετριόταν με τις φουρτούνες του Αιγαίου και του Παγασητικού ως κυβερνήτης ιδιόκτητου εμπορικού ιστιοφόρου. Η αγάπη, λοιπόν, αυτή έφερε το δευτερότοκο γιο του Κατσούδα, σε ηλικία 16 χρόνων, σαν ναυτόπουλο του πολεμικού μας ναυτικού στον Πόρο. Ο ατίθασος, ωστόσο, χαρακτήρας του, που στάθηκε πάντα για τον ίδιον αρνητικό στοιχείο για τη δημιουργία μιας κάποιας επαγγελματικής καριέρας, τον ξανάφερε πάλι γοργά στην πατρίδα του και στο καράβι του πατέρα του, όπου πια κι έγινε το δεξί χέρι του γερο – Κατσούδα.
Γενικά, αναζητώντας μέσα στην αχλύ των ενθυμήσεων το πορτραίτο των άγουρων χρόνων του κατοπινού ήρωα, θα βρούμε το παλικαρόπουλο εκείνο που, μεγαλωμένο μέσα σ’ έναν αυστηρό οικογενειακό περίγυρο, όπου κυριαρχούσε η βαριά παράδοση της σουλιώτικης λεβεντιάς και το κλίμα του προγονικού ηρωισμού, ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς μάλλον παρά του νου, ένα δρόμο που θα το έφερνε στην ανανέωση της κληροδοτημένης πατρογονικής δόξας.
Στη διαδρομή της σύντομης ζωής του οι παραδόσεις της τιμημένης οικογενείας του, όπως επισημαίνει κι ο καπετάν Ακρίτας, στάθηκαν η πυξίδα του Γαρέφη. Αυτές καθοδηγούσαν όλες του τις σκέψεις κι όλες του τις πράξεις, αυτές μετουσιώθηκαν με τον καιρό σε βιωμένο χρέος.
Έτσι απ’ τα παιδικά του χρόνια φανερώνεται το ανυπόταχτο φρόνημα του Γαρέφη, η βιαιότητα του χαρακτήρα του, η παροιμιώδης αφοβία του, η ολοσύνεχη δίψα του για περιπέτεια, η σωματική του ρωμαλεότητα, ο ασίγαστος πατριωτισμός του και τέλος, «τα μεγάλα του αισθήματα κι η καρδιά του μικρού παιδιού» που επισημαίνει αργότερα κι ο αρχηγός του στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του.
Η παλικαριά του
Αν θελήσει κανένας να γενικεύσει τις παρατηρήσεις του, που βγαίνουν απ’ την αναδίφηση των πιο πολλών ενθυμήσεων που αναφέρονται σε χαρακτηριστικές πτυχές της ζωής του Γαρέφη στις Μηλιές, θα καταλήξει αβίαστα σ’ ένα γενικό συμπέρασμα: Ο Γαρέφης δε ζούσε παρά για την παλικαριά. Ο στόχος αυτός ήταν, θα ‘λεγε κανείς, ο μεγάλος σκοπός της ζωής του. Ένας στόχος που τον πλήρωσε με την ανήσυχη ζωή του και τον καταξίωσε με τον ηρωικό θάνατό του.
Ν’ αναφερθώ στα χαρακτηριστικά εκείνα περιστατικά που αποδείχνουν την παραπάνω διαπίστωση: θα μακρηγορούσα δίχως σοβαρό λόγο. Έτσι προτιμώ να τα γενικεύσω. Οι μνήμες, λοιπόν, των γερόντων συμπατριωτών του μιλάνε πολύ για το ανυπόταχτο φρόνημά του, για μια ολοσύνεχη αντιδικία του με τα όργανα του Νόμου και της τάξης — είναι γνωστά 3-4 χαρακτηριστικά επεισόδια —, για κάμποσους άλλους πάλι χαρακτηριστικούς για τα γενεσιουργά τους αίτια και την αγριότητά τους καυγάδες του στο χωριό, για την αγάπη του και την απαράμιλλη επίδοσή του στο χορό, για την ασυνήθιστη ρώμη αλλά και αποκοτιά του και τέλος για τη λατρεία που έτρεφε για τα όπλα — ήταν κι άριστος σκοπευτής, όπως κι η μικρότερη αδελφή του Αριστέα — για τα οποία, κατά την κοινή έκφραση «του έμενε η καρδιά» και με τα οποία είχε καταστόλιστο το πατρικό του σπίτι.
Όλες τούτες οι μνήμες, που θυμίζουν έντονα χαρακτηριστικά καθέκαστα από βιογραφίες αναφερόμενες σε ήρωες του 21, δικαιώνουν θαρρώ πάλι απόλυτα τον καπετάν Ακρίτα, που σημειώνει στο βιβλίο του πως «ο Γαρέφης ήτο ο τύπος του γενναίου παλληκαριού… από την πάσταν που αν έζη τω 21 θα άφηνεν λαμπρόν όνομα». Πρέπει να ‘χε δίκιο. Γιατί όλα τούτα τα μικρά ξεσπάσματα της ανυπόταχτης ψυχής του Γαρέφη, όλες τούτες οι μικρές «παλικαροσύνες» που γεννούσε η ηφαιστειακή του ιδιοσυγκρασία, οδήγησαν τον ήρωα, όταν σήμανε η ώρα της ιστορίας, σ’ ένα απαράμιλλο «φινάλε» γενναιότητας, σε μια ενέργεια που ήταν, όπως θα παραδεχθεί ο Γεώργιος Μόδης, «η αποθέωση της ελληνικής παλληκαριάς και λεβεντιάς».
Χαρακτηρισμοί
Όταν μελετήσεις τις παλιές φωτογραφίες του μηλιώτη Μακεδονομάχου, ακούσεις τις ενθυμήσεις των γερόντων που τον γνώρισαν από κοντά, διαβάσεις τις κρίσεις και τους χαρακτηρισμούς που του αφιέρωσαν όσοι ασχολήθηκαν με την ιστορία του, σε καρτερεί μια έκπληξη. Γιατί στην εικόνα που θα συνθέσουν οι βιωμένες ενθυμήσεις, οι κρίσεις και οι χαρακτηρισμοί, θα βρεις κάποια χαρακτηριστικά που θα σου θυμίσουν έντονα μορφή κλεφταρματολού του 21.
Για την ακρίβεια η μορφή του Γαρέφη, όπως αναδύεται πολυεδρική και πολυσήμαντη μέσα απ’ τα καθέκαστα των λογής – λογής αποθησαυρίσεων της μνήμης, αποτελεί ένα περίεργο κράμα. Έτσι εξωτερικά θα ιδούμε το αρρενωπό παράστημα, τα πλατιά στήθια, τις τετράγωνες πλάτες, το σπινθηροβόλο βλέμμα και το ξεχείλισμα της νιότης και της παλικαριάς ενός Ανδρούτσου, ενώ εσωτερικά θ’ αναγνωρίσουμε την εξυπνάδα, τη στρατηγική, τη σκληρότητα και την αθυροστομία ενός Καραϊσκάκη, τη λεβεντιά, το θάρρος και την αποκοτιά ενός Μπότσαρη, την ευγένεια των αισθημάτων και τη δύναμη της επιβολής ενός Κολοκοτρώνη.
Αλλά για να μη θεωρηθούν αυθαίρετα κι υπερβολικά τα παραπάνω, ας δούμε τι γράφουν γι’ αυτόν κι εκείνοι που τον γνώρισαν από κοντά κι όσοι ασχολήθηκαν μ’ αυτόν, με συνείδηση ευθύνης, στις διάφορες μελέτες τους: «Ψηλό, μεγαλοπρεπή και ωραίο σαν μυθικό ήρωα», τον θυμόταν η υπεραιωνόβια Κρυσταλλία Οικονομάκη, συμφωνώντας και με το γιο της Παρίση Οικονομάκη. «Πάντα γελαστό, ευγενή, καλοσυνάτο αλλά και οξύθυμο και βίαιο κατά περίπτωση και με φοβερή μυική δύναμη και σβελτάδα», μου τον παρουσίασαν τόσο ο δάσκαλος Γιάννης Σακελλαρίου όσο και ο Αντρέας Μαργαρώνης. «Με γενναιότητα καρδίας, ευγένεια αισθημάτων, ιπποτισμόν αξιοθαύμαστον και με διάχυτον την εντύπωσιν της επιβολής», τον είδε κι ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου που τον γνώρισε κι αυτός από κοντά, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ήρωα και συγκεκριμένα στις 23-8-1906. Τέλος, για «λεβέντη πολύ φιλότιμο, ιππότη και κοσμοαγάπητο αλλά και γλεντζέ και χορευταρά, που όταν χόρευε συρτό όλα τα κορίτσια του χωριού αρμαθιάζονταν πίσω του», μου μίλησαν και η Χρυσάνθη Γουργιώτη, αλλά και η αδερφή του Αριστέα.
Κι αυτά από ανθρώπους που τον γνώρισαν από πολύ κοντά στην κοινή τους γενέτειρα σε ώρες και καιρούς ειρηνικούς, που ωστόσο γίνονταν – κάποτε ταραγμένοι σαν τον καλοσυνάτο Γαρέφη τον έπιαναν τα μπουρίνια του, όταν ζοριζόταν από κάποιες ζαβολιές. Ας δούμε, όμως, πώς ο ίδιος περιγράφεται κι από εκείνους που είτε τον είδαν κι αυτοί από κοντά είτε άκουσαν να γίνεται λόγος γι’ αυτόν από ανθρώπους που συχνωτίστηκαν μαζί του στα χρόνια της αγωνιστικής κι εθνικής του δράσης και προσφοράς.
«Υψηλός, μελαχροινός, ευρύστερνος, δασύτριχος, ρωμαλέος, ταχύπους κι άφοβος εις τας μάχας», γράφει γι’ αυτόν ο Εδεσσαίος δάσκαλος Παν. Ζιώτας. «Λεβέντης, πανύψηλος, γερή κορμοστασιά, πρόσωπο καθαρά ελληνικό, γλυκός περήφανος, απλός, λάμπει ο τόπος που περνάει», είναι το πορτραίτο του δοσμένο από τη Ναουσαία Θάλεια Σαμαρά. «Ήταν ένα λεβεντόκορμο παλληκάρι… Πρόθυμος και πειθαρχικός, γενναίος κι ευγενικός, έπαιρνε όλες τις δύσκολες κι επικίνδυνες αποστολές», σημειώνει ο Γεωρ. Μόδης. Κι ο αρχηγός του Γαρέφη, καπετάν Ακρίτας, συμπληρώνει: «…με πρωτοβουλίαν, αεικίνητος, ακούραστος, σκληρός δια τους Βουλγάρους κι εύπιστος δι’ όλους τους άλλους… Ο αγνότερος συμπολεμιστής και φίλος αφοσιωμένος… άφησεν παράδοσιν αιωνίαν της λεβεντιάς του…». «Απ’ τους αγνότερους καπεταναίους του Μακεδονικού Αγώνα» τον θεωρεί και ο απ’ τους νεότερους Μακεδόνες ιστοριοδίφες και λαογράφους Κώστας Δούφλιας, ενώ η Πηνελόπη Δέλτα τον χαρακτηρίζει «λαμπρό κι ηρωικό» κι ο φιλέλληνας Γάλλος δημοσιογράφος Paillares, σε περισπούδαστο άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον καιρό του Μακεδονικού Αγώνα, τον βλέπει σαν «υπέροχο τύπο ανδρός κι εξαίσιο παλληκάρι». Σ’ επιστολή εξάλλου του Αθ. Εξαδάχτυλου προς τον Κ. Μαζαράκη (15-9-1906), διαβάζουμε τα εξής σημαντικά: «Ουδείς υπάρχει σήμερον — μετά εορτήν δυστυχώς — αμφιβάλλων περί της μεγάλης αξίας του μακαρίτου Κώστα (Γαρέφη). Η γνώμη είναι γενική ότι σπανίως η Μακεδονία θα ίδη παρόμοιον αρχηγόν. Τον κλαίει ολόκληρος η Μακεδονία από Μοναστηρίου μέχρι Γευγελή…».
Χαρακτηριστικά, όμως, είναι και τα σχόλια ενός ακόμα νεότερου υμνητή της γαρεφέικης δόξας, του Εδεσσαίου δημοσιογράφου και ερευνητή Νίκου Καραμανάβη που γράφει, ανάμεσα στα πολλά, και τούτα για το Γαρέφη: «Σ’ όλες τις εκδηλώσεις του ήταν ένας παραφουσκωμένος χείμαρρος, ένα βουητό παλληκαριάς παντούθε αναδίνονταν. Μια υποκειμενική αντίληψη ανωτερότητας τον κατείχε και μια τόλμη σπάνιας γενναιοψυχίας…». «Μα κι οι Σαρακατσαναίοι», λέει στο ίδιο γραφτό του, «ύστερα από τόσα χρόνια δεν τον ξεχνούνε. Τον αναφέρουν σαν ημίθεο. Θυμούνται εκείνη την αετίσια ματιά, τη λάμψη τη γεμάτη έπαρση ανδροπρέπειας, το λεβεντόκορμο παλμό, εκείνο το ξεχωριστό στολίδι του καπετάνιου που γεννούσε την ευψυχία».
Τέλος ο Δημήτρης Χατζής, μας δίνει ολοκληρωμένο το πορτραίτο του «λεβέντη του πηλιορείτη», του «απαράμιλλου Γαρέφη», όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει, με τον παρακάτω πυκνό αφορισμό: «Είναι δύσκολο να επιτύχη κανείς διαβαθμίσεις γενναιότητος και εθνικής αρετής εις το πλήθος των ανδραγαθησάντων και πεσόντων Μακεδονομάχων. Όποιος όμως αρέσκεται ν’ αναζητή τας κορυφάς, πρέπει να σταθή μετ’ ευλαβείας προ του Κώστα Γαρέφη».
Ο θάνατος του εθνομάρτυρα
«Χρυσώνει ο ήλιος της αυγής το πράσινο λημέρι
μοιρολογάει στα κλαδιά το πρωινό τ’ αγέρι…»
Ωστόσο εκείνη η εφιαλτική νύχτα της Μπογντάνιτσας δεν είχε αυγή. Πριν ακόμα χαράξει, η νύχτα γίνηκε ξαφνικά μέρα καθώς οι τριάντα καλύβες παραδόθηκαν απ’ τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους στο πυρ για να εξασφαλιστεί έτσι το άλλοθι των Σαρακατσαναίων για την τούρκικη Αρχή. Στο μεταξύ όσοι Βούλγαροι σώθηκαν, τράπηκαν σε άτακτη φυγή κι η περιβόητη βουλγάρικη τσέτα, μένοντας ακέφαλη, διαλύθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Ο Γαρέφης, μ’ όλο το σοβαρό τραυματισμό του, επέμεινε, πριν εγκαταλείψει με τα παλικάρια του το πεδίο της μάχης, να ιδεί τ’ αποτελέσματα της συμπλοκής. Τον πήγαν λοιπόν σηκωτό τα παλικάρια του κι είδε τα πτώματα των κομιτατζήδων και τα λάφυρα. Ωστόσο το γεγονός ότι ο Λούκα δεν βρισκόταν ανάμεσα στους νεκρούς τον στενοχώρησε αφάνταστα γιατί πίστευε — κι είχε δίκιο — πως τον είχε χτυπήσει κι αυτόν καίρια όπως τον Καρατάσο.
Κατά τα χαράματα το Σώμα του ηρωικού οπλαρχηγού τράβηξε για τα ψηλώματα, πριν καταφτάσει στον τόπο της μάχης το τούρκικο ασκέρι. Ο Γαρέφης, μ’ όλους τους πόνους του, έκανε καρδιά και περπατούσε, στηριγμένος στα χέρια των ψυχογιών του. Σαν, όμως, οι πόνοι της πληγής του δυνάμωσαν, τα παλικάρια του έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο με κλαδιά, πάνω στο οποίο και τον μετέφεραν οι ψυχογιοί του Νάσιος και Γρηγόρης και οι Αριστ. Μπασδέκης και Χρ. Μπιρτζίνος. Έτσι ο πληγωμένος καπετάνιος μεταφέρθηκε στην περιοχή της Πουλτσίστας, όπου βρισκόταν το τσελιγγάτο του Γ. Γιαννακούλα, κι εκεί, στις στερνές επιθανάτιες ώρες του, φιλοξενήθηκε γι’ ασφάλεια και με μεγάλη μυστικότητα, στο φτωχοκάλυβο του Παναγιώτη Παλάσκα.
Στο μεταξύ τα περίλυπα παλικάρια του ειδοποίησαν αμέσως να ‘ρθει γιατρός εμπιστοσύνης απ’ τα Βιτώλια (Μοναστήρι), η πληγή όμως του Γαρέφη ήταν τέτοια που δεν περίμενε γιατρό. Ωστόσο το λεοντόκαρδο παλικάρι έζησε δυο ολόκληρα μερόνυχτα και στις στερνές του στιγμές η φαμίλια του Παλάσκα κι οι Γιαννακουλαίοι των συμπαραστάθηκαν με συγκινητική αφοσίωση κι απαράμιλλη ανθρωπιά.
Στο στερνό δειλινό της ζωής του, σύμφωνα μ’ αφήγηση του Ν. Χατζηγιάννη, τα στεγνά χείλια του ήρωα χαμογέλασαν, σαν ήρθε, σταλμένος απ’ το Προξενείο της Θεσσαλονίκης, ο Μήτρος Ζαραλής και του ‘φερε 800 λίρες, πιστόλια, παπούτσια, ρούχα, ρολόγια, ζώνες και προπαντός το πασίχαρο νέο της αποφυλάκισης του αδελφού του.
Λίγο αργότερα όμως ο Γαρέφης προαισθάνθηκε το τέλος του κι η σκέψη του πέταξε στην Σπαρτιάτισσα μάνα του:
— Τι όνειρο θα ιδείς, βρε δόλια μάνα απόψε; είπε στενάζοντας.
Κι ύστερα, ως τη στερνή του πνοή, έλεγε και ξανάλεγε με παράπονο:
— Ακριβά σε πλήρωσα, κερατά Καρατάσο, ακριβά σε πλήρωσα… (πέθανε και τελικά δεν έμαθε πως είχε εξοντώσει και τον Λούκα).
Έκλεισε για πάντα τα μάτια του κατά τα ξημερώματα, λίγο πριν φτάσει ο Μοναστηριώτης γιατρός κι αγνός Έλληνας πατριώτης Κων/νος Μιχαήλ ή Μόναχος, κι ενώ γύρω του χτυπιόνταν από απελπισία οι ψυχογιοί του και σπάραζε από οδύνη ολάκερη η φαμίλια του Παλάσκα.
«Τουν άλλαξε σαρακατσιάν’κα μια Τσαρτσάλαινα Κώσταινα κι τουν αρχίν’σανε οι γ’ναίκες στα μοιριουλόγια… Άιντε – άιντε, μαρέ παιδάκι μ’! Κι τα κλαριά κλαίγανε. Στα στερνά φόρτουσαν του κιβούρι τ’ σ’ ένα άλουγου κι τουν πήγανε οι Κεχαγιάδες, ένας ψυχουγιός τ’ ντ’μένους κι αυτός σαρακατσιάν’κα κι οι γ’ναίκες μοιριουλουγώντας κι σκούζουντας στ’ Πουλτσίστα κι τον θάψανε».
Κρατούμε σαν σωστές όλες τούτες τις ενθυμήσεις που μας παράδωσε μ’ έκδηλη συγκίνηση η γερόντισσα Αναστασία Κότυλη, που βίωσε τις στερνές στιγμές του Γαρέφη, κι απορρίπτουμε μόνο την τελευταία. Γιατί είναι έξω από κάθε αμφισβήτηση, αφού επιβεβαιώνεται απ’ όλες τις άλλες πηγές, πως ο αρχηγός, «παρόμοιον του οποίου σπανίως θα ιδή η Μακεδονία», κατά την ειλικρινή δήλωση του Εξαδάχτυλου, διαβάστηκε και τάφηκε σαν κοινός Σαρακατσάνος στο τότε ελληνικότατο χωριό Γραδέσνιτσα. Εκεί που ακόμα βρίσκονται τα τιμημένα κόκαλά του, καρτερώντας ίσως το ξύπνημα ενός μεγάλου και πανίερου Χρέους της ελληνικής Πολιτείας και των συμπατριωτών του.
Πηγή: Η όμορφη έρευνα του Κώστα Λιάπη, Καπετάν Κώστας Γαρέφης – Ο σταυραετός του Πηλίου, Β’ έκδ. Εξωραϊστικού – πολιτιστικού συλλόγου Μηλέων «Γρηγόριος Κωνσταντάς».
http://www.e-istoria.com/270.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου