Γράφει ο Αντώνης Τσίχλης
φιλόλογος
Οι απλοί πολίτες δεν υποχρεούνται να γνωρίζουν ούτε κατά πλάτος ούτε κατά βάθος το ιστορικό μας παρελθόν (στρατιωτικό, διπλωματικό, πολιτικό). Αρκούνται μόνον σε όσες ιστορικές γνώσεις τους εφοδίασε η ελληνική πολιτεία μέσω της βασικής εκπαιδεύσεώς τους....
Έχουν όμως αναμφισβήτητη υποχρέωση γνώσεως της Ιστορίας (κυρίως της νεωτέρας και νεωτάτης) όσοι επιδιώκουν την ενασχόλησή τους με την πολιτική και κυρίως όσοι εκλέγονται ως εκπρόσωποι του λαού στο Κοινοβούλιο και όσοι ορίζονται ως Πρωθυπουργοί και Υπουργοί. Και αυτή η υποχρέωσή τους επιβάλλεται , διότι με τον τεκμηριωμένο λόγο τους στο Κοινοβούλιο επιτυγχάνεται η ενημέρωση των πολιτών επί των πάσης φύσεως θεμάτων και διότι από τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους εξαρτάται η ευημερία ενός εκάστου των πολιτών και, πρωτίστως, εξασφαλίζεται ή υποθηκεύεται το μέλλον μας ως κράτους και ως έθνους.
Δυστυχώς στη σημερινή σύνθεση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι πλείστοι των
βουλευτών διαθέτουν ελλιπή γνώση του προσφάτου ιστορικού παρελθόντος, ενώ ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός εξ αυτών αγνοεί πλήρως αυτό το παρελθόν. Για τούτο, και επί πλέον για να κατανοήσουμε την ελαφρότητα και την ανευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζεται σήμερα το σκοπιανό θέμα, θα επιχειρήσουμε μία σύντομη αναφορά σε ένα κρίσιμο και ατυχές διπλωματικό γεγονός του 1924, το οποίο παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με το σύγχρονο σκοπιανό θέμα.
Στις 19 Ιουλίου 1924 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου και στις 24 Ιουλίου 1924 ορκίσθηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και υπουργό επί των εξωτερικών τον Γ. Ρούσσο. Αυτή η κυβέρνηση, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η κυβέρνηση των θερινών διακοπών (24 Ιουλίου έως 1 Οκτωβρίου 1924), δεν παρουσίασε δικό της αξιόλογο έργο. Απεναντίας λίγο πριν την παραίτησή της την 1η Οκτωβρίου 1924 συνέδεσε τον εαυτό της με μία από τις πλέον ατυχείς σελίδες της νεωτέρας διπλωματικής ιστορίας. Συγκεκριμένως στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 συνήψε με την Βουλγαρία τη γνωστή (σε όσους είναι γνωστή) συμφωνία (Πρωτόκολλο) Πολίτη-Καλφώφ. Αυτό το Πρωτόκολλο μας ενδιαφέρει εδώ, καθώς έχει ομοιότητες/αναλογίες με την σημερινή συμφωνία της "παράγκας" των Πρεσπών, και το οποίο ελάχιστοι Έλληνες, φρονώ, το γνωρίζουν, ενώ αμφιβάλλω αν το γνωρίζουν το πολύ 2-3 βουλευτές του σημερινού κοινοβουλίου της Ελλάδος. Κυρίως το μνημονεύουμε, για να αποτελέσει εκείνη η διπλωματική αρχικώς ατυχής πράξη και η εν συνεχεία διπλωματική μάχη ακυρώσεώς της ως δίδαγμα όσων απεφάσισαν την υπογραφή της συμφωνίας της "παράγκας" των Πρεσπών.
Προς περισσότερη όμως κατανόηση εκ μέρους των αναγνωστών του ιστορικού πλαισίου της εποχής του 1924 θα αναφέρουμε λίγα ιστορικά στοιχεία που προηγήθηκαν του 1924. Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (Φθινόπωρο 1918) συνήλθε το Συνέδριο Ειρήνης, κατά τη διάρκεια των εργασιών του οποίου υπεγράφησαν αρκετές συνθήκες. Μία εξ αυτών ήταν και η Συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919), με την οποία αποσπάσθηκε από τη Βουλγαρία η Δυτ. Θράκη, η οποία εν συνεχεία παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920). Στη Συνθήκη του Νεϊγύ ήταν συνημμένο Σύμφωνο "περί αμοιβαίας και εθελουσίας μεταναστεύσεως των φυλετικών μειονοτήτων". Αποτέλεσμα αυτού του Συμφώνου ήταν να μεταναστεύσει το μεγαλύτερο μέρος των μειονοτικών πληθυσμών από την Ελλάδα προς την Βουλγαρία και από την Βουλγαρία προς την Ελλάδα. Όμως εξακολούθησαν να παραμένουν στην Βουλγαρία ολίγοι Έλληνες και στην Ελλάδα μία μικρή βουλγαρική μειονότητα. Αυτή η βουλγαρική μειονότητα, σημειωτέον, παρασκηνιακώς ενθαρρυνόταν από την Βουλγαρία να μην μεταναστεύσει προς την Βουλγαρία, όπως θα επιθυμούσε και θα μπορούσε να πράξει, γιατί η παραμονή της στην Ελλάδα εξυπηρετούσε καλύτερα τους απώτερους σκοπούς της Βουλγαρίας στο μέλλον.
Τώρα, επανερχόμενοι στο θέμα μας, περί τα τέλη Ιουλίου 1924 Βούλγαροι κομιτατζήδες έκαναν επί δύο συνεχείς ημέρες επιδρομές στην επαρχία Νευροκοπίου του νομού Δράμας. Στο χωριό Τέρλιτς (σημερινό Βαθύτοπο) της περιοχής εκείνης ο επικεφαλής του ελληνικού στρατιωτικού αποσπάσματος, προφανώς αμυνόμενος, εκτέλεσε σλαβοφώνους. Το επεισόδιο αυτό μεγαλοποιήθηκε εις βάρος της Ελλάδος και η Κοινωνία Των Εθνών (Κ.Τ.Ε.) προέβη σε ανακρίσεις και καταδίκασε σε φυλάκιση τον υπεύθυνο Έλληνα Λοχαγό. Να υπομνησθεί ότι οι βουλγαρικές βαρβαρότητες της εποχής εκείνης εναντίον των Ελλήνων καθώς και οι συνεχείς διωγμοί των εναπομεινάντων Ελλήνων της Φιλιππουπόλεως και του Πύργου στον Εύξεινο Πόντο αποσιωπούνταν ή υποτιμούνταν από την Κ.Τ.Ε.
Το επεισόδιο στο Τέρλιτς συνέβη την εποχή κατά την οποίαν η Ελλάδα ζητούσε από την Κ.Τ.Ε. να συνηγορήσει για την αύξηση του προσφυγικού δανείου από έξ σε δέκα εκατομμύρια λίρες. Έτσι η Ελλάδα, τη στιγμή που ζητούσε βοήθεια από την Κ.Τ.Ε., βρέθηκε να κατηγορείται για κακή συμπεριφορά προς τις μειονότητες. Πιέσθηκε λοιπόν να υπογράψει πράξη (Πρωτόκολλο) που θα επέτρεπε στην Επιτροπή Μεταναστεύσεως (1 Έλληνας, 1 Βούλγαρος και 2 μέλη της Κ.Τ.Ε.), δηλαδή ουσιαστικώς στην Κ.Τ.Ε., να παρεμβαίνει για την προστασία των "Βουλγάρων" που κατοικούσαν στα εδάφη της.
Αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης ήταν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις στη Γενεύη (Κ.Τ.Ε.). Ο Υπουργός επί των Εξωτερικών της Ελλάδος Γ. Ρούσσος (της κυβερνήσεως Θ. Σοφούλη) όρισε ως εκπρόσωπο της Ελλάδος στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης το Ν. Πολίτη, στον οποίο, καθώς φαίνεται, είχε αφήσει τη διαχείριση του όλου θέματος, ενώ από την πλευρά της Βουλγαρίας στις συζητήσεις συμμετείχε ο υπουργός Εξωτερικών Καλφώφ. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 (2 ημέρες πριν παραιτηθεί η κυβέρνηση Θ. Σοφούλη) υπογράφηκε στη Γενεύη το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ. Αυτό το Πρωτόκολλο δημιουργούσε προηγούμενο εξωτερικής επεμβάσεως σε μειονοτικά ζητήματα μίας χώρας, χαρακτήριζε τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας ως "Βουλγάρους", ορισμένες διατάξεις του διετάρασσαν την κυριαρχία της Ελλάδος στη Μακεδονία, ενώ έδινε τη δυνατότητα στην Κ.Τ.Ε. να παρεμβαίνει σε εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά θέματα της Ελλάδος και να υποδεικνύει ληπτέα μέτρα. Ο Ν. Πολίτης υπέγραψε το Πρωτόκολλο αυτό έχοντας παρασυρθεί από τον Βούλγαρο εκπρόσωπο αλλά και από ευφυείς παρασκηνιακές ενέργειες των ξένων. Και ο μεν Καλφώφ επέστρεψε στη Σόφια θριαμβευτής, ο Ν. Πολίτης όμως δεν τόλμησε να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το βάρος πλέον της διαχειρίσεως αυτής της εθνικώς επιβλαβούς και ταπεινωτικής για την Ελλάδα συμφωνίας έπεσε στους ώμους της νέας κυβερνήσεως του Α. Μιχαλακοπούλου, η οποία ορκίσθηκε (μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως Σοφούλη την 1η Οκτωβρίου 1924) στις 7 Οκτωβρίου 1924. Σε αυτήν όλως παραδόξως παρέμεινε ως υπουργός επί των Εξωτερικών ο Γ. Ρούσσος (που ήταν και στην προηγούμενη κυβέρνηση Σοφούλη).
Επί πολλές εβδομάδες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου (29 Σεπτεμβρίου 1924) ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος, και κυρίως οι πολίτες, δεν είχε προσέξει τη σοβαρότητα και τις διαστάσεις του όλου θέματος. Όταν όμως άρχισαν να μεταφέρονται εκ του ξένου τύπου στον ελληνικό τύπο οι πανηγυρισμοί των Βουλγάρων για το θρίαμβο του υπουργού τους επί των Εξωτερικών Καλφώφ, τότε άρχισαν οι πολιτικοί να ενδιαφέρονται για το τι όντως συνέβη στη Γενεύη. Ο βουλευτής Κ. Ρέντης ανεκίνησε το θέμα με επερώτησή του στη Βουλή και επί πλέον εξ αιτίας του γεγονότος ότι ο Γ. Ρούσσος ως ο υπεύθυνος υπουργός του Πρωτοκόλλου παρέμενε εισέτι ως υπουργός Εξωτερικών και στη νέα κυβέρνηση Α. Μιχαλακόπουλου. Τελικώς ο Γ. Ρούσσος παραιτήθηκε από υπουργός στις 19 Ιανουαρίου 1925 και ο Πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος ανέλαβε και τα καθήκοντα του υπουργού επί των Εξωτερικών.
Ως υπεύθυνος όντως Πρωθυπουργός ο Α. Μιχαλακόπουλος διαισθανόμενος τους κινδύνους που περιέκλειε το Πρωτόκολλο ανέλαβε την ευθύνη της ακυρώσεώς του τόσον μέσω της ελληνικής Βουλής όσον κυρίως και μέσω της Κ.Τ.Ε., αν και εγνώριζε καλώς ότι η Κ.Τ.Ε. και οι Μεγάλες Δυνάμεις την εποχή εκείνη διέκειντο μάλλον δυσμενώς προς την Ελλάδα εν σχέσει προς το υπό ακύρωση Πρωτόκολλο. Καλό έως απαραίτητο είναι να διαβάσουν/μελετήσουν τις αγορεύσεις του Α. Μιχαλακοπούλου και Κ. Ρέντη κατά τις συνεδριάσεις της Δ' Εθνοσυνελεύσεως όσοι από τους σημερινούς βουλευτές (αν βεβαίως έχουν το διανοητικό υπόβαθρο της κατανοήσεως αυτών των αγορεύσεων) θα υπογράψουν τη συνθήκη της "Παράγκας" των Πρεσπών.
Κατά πρώτον ο Πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος μέσω του Έλληνα διπλωμάτη στην Κ.Τ.Ε. Θανάση Αγνίδη ήλθε σε επαφή με τον εις το εξωτερικό διαμένοντα Ελ. Βενιζέλο, από τον οποίο ζητήθηκε να αναλάβει την εκστρατεία ακύρωσης του Πρωτοκόλλου ενώπιον της Κ.Τ.Ε. Ο Ελ. Βενιζέλος δέχθηκε. Συνέστησε στον Πρωθυπουργό Α. Μιχαλακόπουλο πρώτα να ΜΗΝ επικυρώσει η ελληνική Βουλή το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ και εν συνεχεία ο ίδιος θα ανελάμβανε την πρωτοβουλία ακύρωσής του εκ μέρους της Κ.Τ.Ε..
Έτσι και έγινε. Η ελληνική Βουλή πρώτη ακύρωσε το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ της 29ης Σεπτεμβρίου 1924 και ο Ελ. Βενιζέλος έχοντας ανά χείρας την ακυρωτική αυτή απόφαση της ελληνικής Βουλής έφθασε το Μάρτιο 1925 στη Γενεύη. Εκεί βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων εναντίους προς την Ελλάδα και με δεδομένο ότι ήδη από πλευράς της η βουλγαρική Βουλή είχε επικυρώσει σε πανηγυρική συνεδρίαση το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ. Ο Ελ. Βενιζέλος μίλησε στη συνεδρίαση της Κ.Τ.Ε. στις 14 Μαρτίου 1925 και κατόρθωσε με διπλωματικούς και νομικούς ελιγμούς να πείσει το Συμβούλιο να παραιττηθεί από του να επιβάλει στην Ελλάδα την εκτέλεση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει εκείνη δια του Πρωτοκόλλου. Η τελική απόφαση του Συμβουλίου εξεδόθη στις 10 Ιουνίου 1925 και το όλον θέμα έληξε.
Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε ότι με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 η Γιουγκοσλαβία αντέδρασε έντονα. Ζήτησε από την Ελλάδα τη σύνταξη νέου Πρωτοκόλλου, σύμφωνα με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι οι σλαβόφωνοι της Ελλάδος (Μακεδονίας) ήταν Σέρβοι. Καθώς η Ελλάδα αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτηση αυτή, η Γιουγκοσλαβία κατήγγειλε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913 και άρχισε να προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις επί του λιμένος της Θεσσαλονίκης, καθώς και για την εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής γραμμής Αξιού-Θεσ/νίκης και διάφορες άλλες παράλογες απαιτήσεις.
Ο Ελ. Βενιζέλος χαρακτήρισε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της 29ης Σεπτεμβρίου 1924 ως μέγα πολιτικό σφάλμα του Ν. Πολίτη και δήλωσε ότι ο Ν. Πολίτης ενήργησε με πολλήν αφέλεια, αν όχι "με πλήρη περιφρόνηση προς την πραγματικότητα της πολιτικής ζωής."
Αυτό συμβαίνει δυστυχώς, έως και σήμερα, όταν καθηγητές, όσο διαπρεπείς και αν είναι στην ειδικότητά τους, χειρίζονται εν κρυπτώ και μόνοι τους μείζονος σημασίας πολιτικά και εθνικά θέματα.
Πόσες αναλογίες πράγματι παρουσιάζουν τα γεγονότα της περιόδου 1924-1925 με τα σημερινά τα σχετιζόμενα με την κύρωση εκ μέρους της ελληνικής βουλής της συμφωνίας της "παράγκας" των Πρεσπών! Γνωρίζουμε ποία είναι τα σημερινά πολιτικά πρόσωπα που αντιστοιχούν στον πρωθυπουργό Σοφούλη, στον υπουργό εξωτερικών Γ. Ρούσσο και στον Ν. Πολίτη του 1924. Δεν γνωρίζουμε όμως ποια θα είναι , αν βεβαίως υπάρξουν, στο μέλλον τα πρόσωπα που θα αντιστοιχούν στον πρωθυπουργό Α. Μιχαλακόπουλο και στον Ελ. Βενιζέλο του 1925. Σε αυτά τα μελλοντικά πολιτικά πρόσωπα ανατίθεται πλέον η ευθύνη με τους κατάλληλους διπλωματικούς ελιγμούς και τα νομικά επιχειρήματα να επιχειρήσουν να περισώσουν, αν βεβαίως υπάρχουν τα περιθώρια, τις οιεσδήποτε εθνικές ζημίες.
Infognomonpolitics.blogspot.com/
Δυστυχώς στη σημερινή σύνθεση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι πλείστοι των
βουλευτών διαθέτουν ελλιπή γνώση του προσφάτου ιστορικού παρελθόντος, ενώ ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός εξ αυτών αγνοεί πλήρως αυτό το παρελθόν. Για τούτο, και επί πλέον για να κατανοήσουμε την ελαφρότητα και την ανευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζεται σήμερα το σκοπιανό θέμα, θα επιχειρήσουμε μία σύντομη αναφορά σε ένα κρίσιμο και ατυχές διπλωματικό γεγονός του 1924, το οποίο παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με το σύγχρονο σκοπιανό θέμα.
Στις 19 Ιουλίου 1924 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου και στις 24 Ιουλίου 1924 ορκίσθηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και υπουργό επί των εξωτερικών τον Γ. Ρούσσο. Αυτή η κυβέρνηση, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η κυβέρνηση των θερινών διακοπών (24 Ιουλίου έως 1 Οκτωβρίου 1924), δεν παρουσίασε δικό της αξιόλογο έργο. Απεναντίας λίγο πριν την παραίτησή της την 1η Οκτωβρίου 1924 συνέδεσε τον εαυτό της με μία από τις πλέον ατυχείς σελίδες της νεωτέρας διπλωματικής ιστορίας. Συγκεκριμένως στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 συνήψε με την Βουλγαρία τη γνωστή (σε όσους είναι γνωστή) συμφωνία (Πρωτόκολλο) Πολίτη-Καλφώφ. Αυτό το Πρωτόκολλο μας ενδιαφέρει εδώ, καθώς έχει ομοιότητες/αναλογίες με την σημερινή συμφωνία της "παράγκας" των Πρεσπών, και το οποίο ελάχιστοι Έλληνες, φρονώ, το γνωρίζουν, ενώ αμφιβάλλω αν το γνωρίζουν το πολύ 2-3 βουλευτές του σημερινού κοινοβουλίου της Ελλάδος. Κυρίως το μνημονεύουμε, για να αποτελέσει εκείνη η διπλωματική αρχικώς ατυχής πράξη και η εν συνεχεία διπλωματική μάχη ακυρώσεώς της ως δίδαγμα όσων απεφάσισαν την υπογραφή της συμφωνίας της "παράγκας" των Πρεσπών.
Προς περισσότερη όμως κατανόηση εκ μέρους των αναγνωστών του ιστορικού πλαισίου της εποχής του 1924 θα αναφέρουμε λίγα ιστορικά στοιχεία που προηγήθηκαν του 1924. Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (Φθινόπωρο 1918) συνήλθε το Συνέδριο Ειρήνης, κατά τη διάρκεια των εργασιών του οποίου υπεγράφησαν αρκετές συνθήκες. Μία εξ αυτών ήταν και η Συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919), με την οποία αποσπάσθηκε από τη Βουλγαρία η Δυτ. Θράκη, η οποία εν συνεχεία παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920). Στη Συνθήκη του Νεϊγύ ήταν συνημμένο Σύμφωνο "περί αμοιβαίας και εθελουσίας μεταναστεύσεως των φυλετικών μειονοτήτων". Αποτέλεσμα αυτού του Συμφώνου ήταν να μεταναστεύσει το μεγαλύτερο μέρος των μειονοτικών πληθυσμών από την Ελλάδα προς την Βουλγαρία και από την Βουλγαρία προς την Ελλάδα. Όμως εξακολούθησαν να παραμένουν στην Βουλγαρία ολίγοι Έλληνες και στην Ελλάδα μία μικρή βουλγαρική μειονότητα. Αυτή η βουλγαρική μειονότητα, σημειωτέον, παρασκηνιακώς ενθαρρυνόταν από την Βουλγαρία να μην μεταναστεύσει προς την Βουλγαρία, όπως θα επιθυμούσε και θα μπορούσε να πράξει, γιατί η παραμονή της στην Ελλάδα εξυπηρετούσε καλύτερα τους απώτερους σκοπούς της Βουλγαρίας στο μέλλον.
Τώρα, επανερχόμενοι στο θέμα μας, περί τα τέλη Ιουλίου 1924 Βούλγαροι κομιτατζήδες έκαναν επί δύο συνεχείς ημέρες επιδρομές στην επαρχία Νευροκοπίου του νομού Δράμας. Στο χωριό Τέρλιτς (σημερινό Βαθύτοπο) της περιοχής εκείνης ο επικεφαλής του ελληνικού στρατιωτικού αποσπάσματος, προφανώς αμυνόμενος, εκτέλεσε σλαβοφώνους. Το επεισόδιο αυτό μεγαλοποιήθηκε εις βάρος της Ελλάδος και η Κοινωνία Των Εθνών (Κ.Τ.Ε.) προέβη σε ανακρίσεις και καταδίκασε σε φυλάκιση τον υπεύθυνο Έλληνα Λοχαγό. Να υπομνησθεί ότι οι βουλγαρικές βαρβαρότητες της εποχής εκείνης εναντίον των Ελλήνων καθώς και οι συνεχείς διωγμοί των εναπομεινάντων Ελλήνων της Φιλιππουπόλεως και του Πύργου στον Εύξεινο Πόντο αποσιωπούνταν ή υποτιμούνταν από την Κ.Τ.Ε.
Το επεισόδιο στο Τέρλιτς συνέβη την εποχή κατά την οποίαν η Ελλάδα ζητούσε από την Κ.Τ.Ε. να συνηγορήσει για την αύξηση του προσφυγικού δανείου από έξ σε δέκα εκατομμύρια λίρες. Έτσι η Ελλάδα, τη στιγμή που ζητούσε βοήθεια από την Κ.Τ.Ε., βρέθηκε να κατηγορείται για κακή συμπεριφορά προς τις μειονότητες. Πιέσθηκε λοιπόν να υπογράψει πράξη (Πρωτόκολλο) που θα επέτρεπε στην Επιτροπή Μεταναστεύσεως (1 Έλληνας, 1 Βούλγαρος και 2 μέλη της Κ.Τ.Ε.), δηλαδή ουσιαστικώς στην Κ.Τ.Ε., να παρεμβαίνει για την προστασία των "Βουλγάρων" που κατοικούσαν στα εδάφη της.
Αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης ήταν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις στη Γενεύη (Κ.Τ.Ε.). Ο Υπουργός επί των Εξωτερικών της Ελλάδος Γ. Ρούσσος (της κυβερνήσεως Θ. Σοφούλη) όρισε ως εκπρόσωπο της Ελλάδος στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης το Ν. Πολίτη, στον οποίο, καθώς φαίνεται, είχε αφήσει τη διαχείριση του όλου θέματος, ενώ από την πλευρά της Βουλγαρίας στις συζητήσεις συμμετείχε ο υπουργός Εξωτερικών Καλφώφ. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 (2 ημέρες πριν παραιτηθεί η κυβέρνηση Θ. Σοφούλη) υπογράφηκε στη Γενεύη το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ. Αυτό το Πρωτόκολλο δημιουργούσε προηγούμενο εξωτερικής επεμβάσεως σε μειονοτικά ζητήματα μίας χώρας, χαρακτήριζε τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας ως "Βουλγάρους", ορισμένες διατάξεις του διετάρασσαν την κυριαρχία της Ελλάδος στη Μακεδονία, ενώ έδινε τη δυνατότητα στην Κ.Τ.Ε. να παρεμβαίνει σε εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά θέματα της Ελλάδος και να υποδεικνύει ληπτέα μέτρα. Ο Ν. Πολίτης υπέγραψε το Πρωτόκολλο αυτό έχοντας παρασυρθεί από τον Βούλγαρο εκπρόσωπο αλλά και από ευφυείς παρασκηνιακές ενέργειες των ξένων. Και ο μεν Καλφώφ επέστρεψε στη Σόφια θριαμβευτής, ο Ν. Πολίτης όμως δεν τόλμησε να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το βάρος πλέον της διαχειρίσεως αυτής της εθνικώς επιβλαβούς και ταπεινωτικής για την Ελλάδα συμφωνίας έπεσε στους ώμους της νέας κυβερνήσεως του Α. Μιχαλακοπούλου, η οποία ορκίσθηκε (μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως Σοφούλη την 1η Οκτωβρίου 1924) στις 7 Οκτωβρίου 1924. Σε αυτήν όλως παραδόξως παρέμεινε ως υπουργός επί των Εξωτερικών ο Γ. Ρούσσος (που ήταν και στην προηγούμενη κυβέρνηση Σοφούλη).
Επί πολλές εβδομάδες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου (29 Σεπτεμβρίου 1924) ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος, και κυρίως οι πολίτες, δεν είχε προσέξει τη σοβαρότητα και τις διαστάσεις του όλου θέματος. Όταν όμως άρχισαν να μεταφέρονται εκ του ξένου τύπου στον ελληνικό τύπο οι πανηγυρισμοί των Βουλγάρων για το θρίαμβο του υπουργού τους επί των Εξωτερικών Καλφώφ, τότε άρχισαν οι πολιτικοί να ενδιαφέρονται για το τι όντως συνέβη στη Γενεύη. Ο βουλευτής Κ. Ρέντης ανεκίνησε το θέμα με επερώτησή του στη Βουλή και επί πλέον εξ αιτίας του γεγονότος ότι ο Γ. Ρούσσος ως ο υπεύθυνος υπουργός του Πρωτοκόλλου παρέμενε εισέτι ως υπουργός Εξωτερικών και στη νέα κυβέρνηση Α. Μιχαλακόπουλου. Τελικώς ο Γ. Ρούσσος παραιτήθηκε από υπουργός στις 19 Ιανουαρίου 1925 και ο Πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος ανέλαβε και τα καθήκοντα του υπουργού επί των Εξωτερικών.
Ως υπεύθυνος όντως Πρωθυπουργός ο Α. Μιχαλακόπουλος διαισθανόμενος τους κινδύνους που περιέκλειε το Πρωτόκολλο ανέλαβε την ευθύνη της ακυρώσεώς του τόσον μέσω της ελληνικής Βουλής όσον κυρίως και μέσω της Κ.Τ.Ε., αν και εγνώριζε καλώς ότι η Κ.Τ.Ε. και οι Μεγάλες Δυνάμεις την εποχή εκείνη διέκειντο μάλλον δυσμενώς προς την Ελλάδα εν σχέσει προς το υπό ακύρωση Πρωτόκολλο. Καλό έως απαραίτητο είναι να διαβάσουν/μελετήσουν τις αγορεύσεις του Α. Μιχαλακοπούλου και Κ. Ρέντη κατά τις συνεδριάσεις της Δ' Εθνοσυνελεύσεως όσοι από τους σημερινούς βουλευτές (αν βεβαίως έχουν το διανοητικό υπόβαθρο της κατανοήσεως αυτών των αγορεύσεων) θα υπογράψουν τη συνθήκη της "Παράγκας" των Πρεσπών.
Κατά πρώτον ο Πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος μέσω του Έλληνα διπλωμάτη στην Κ.Τ.Ε. Θανάση Αγνίδη ήλθε σε επαφή με τον εις το εξωτερικό διαμένοντα Ελ. Βενιζέλο, από τον οποίο ζητήθηκε να αναλάβει την εκστρατεία ακύρωσης του Πρωτοκόλλου ενώπιον της Κ.Τ.Ε. Ο Ελ. Βενιζέλος δέχθηκε. Συνέστησε στον Πρωθυπουργό Α. Μιχαλακόπουλο πρώτα να ΜΗΝ επικυρώσει η ελληνική Βουλή το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ και εν συνεχεία ο ίδιος θα ανελάμβανε την πρωτοβουλία ακύρωσής του εκ μέρους της Κ.Τ.Ε..
Έτσι και έγινε. Η ελληνική Βουλή πρώτη ακύρωσε το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ της 29ης Σεπτεμβρίου 1924 και ο Ελ. Βενιζέλος έχοντας ανά χείρας την ακυρωτική αυτή απόφαση της ελληνικής Βουλής έφθασε το Μάρτιο 1925 στη Γενεύη. Εκεί βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων εναντίους προς την Ελλάδα και με δεδομένο ότι ήδη από πλευράς της η βουλγαρική Βουλή είχε επικυρώσει σε πανηγυρική συνεδρίαση το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ. Ο Ελ. Βενιζέλος μίλησε στη συνεδρίαση της Κ.Τ.Ε. στις 14 Μαρτίου 1925 και κατόρθωσε με διπλωματικούς και νομικούς ελιγμούς να πείσει το Συμβούλιο να παραιττηθεί από του να επιβάλει στην Ελλάδα την εκτέλεση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει εκείνη δια του Πρωτοκόλλου. Η τελική απόφαση του Συμβουλίου εξεδόθη στις 10 Ιουνίου 1925 και το όλον θέμα έληξε.
Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε ότι με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 η Γιουγκοσλαβία αντέδρασε έντονα. Ζήτησε από την Ελλάδα τη σύνταξη νέου Πρωτοκόλλου, σύμφωνα με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι οι σλαβόφωνοι της Ελλάδος (Μακεδονίας) ήταν Σέρβοι. Καθώς η Ελλάδα αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτηση αυτή, η Γιουγκοσλαβία κατήγγειλε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913 και άρχισε να προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις επί του λιμένος της Θεσσαλονίκης, καθώς και για την εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής γραμμής Αξιού-Θεσ/νίκης και διάφορες άλλες παράλογες απαιτήσεις.
Ο Ελ. Βενιζέλος χαρακτήρισε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της 29ης Σεπτεμβρίου 1924 ως μέγα πολιτικό σφάλμα του Ν. Πολίτη και δήλωσε ότι ο Ν. Πολίτης ενήργησε με πολλήν αφέλεια, αν όχι "με πλήρη περιφρόνηση προς την πραγματικότητα της πολιτικής ζωής."
Αυτό συμβαίνει δυστυχώς, έως και σήμερα, όταν καθηγητές, όσο διαπρεπείς και αν είναι στην ειδικότητά τους, χειρίζονται εν κρυπτώ και μόνοι τους μείζονος σημασίας πολιτικά και εθνικά θέματα.
Πόσες αναλογίες πράγματι παρουσιάζουν τα γεγονότα της περιόδου 1924-1925 με τα σημερινά τα σχετιζόμενα με την κύρωση εκ μέρους της ελληνικής βουλής της συμφωνίας της "παράγκας" των Πρεσπών! Γνωρίζουμε ποία είναι τα σημερινά πολιτικά πρόσωπα που αντιστοιχούν στον πρωθυπουργό Σοφούλη, στον υπουργό εξωτερικών Γ. Ρούσσο και στον Ν. Πολίτη του 1924. Δεν γνωρίζουμε όμως ποια θα είναι , αν βεβαίως υπάρξουν, στο μέλλον τα πρόσωπα που θα αντιστοιχούν στον πρωθυπουργό Α. Μιχαλακόπουλο και στον Ελ. Βενιζέλο του 1925. Σε αυτά τα μελλοντικά πολιτικά πρόσωπα ανατίθεται πλέον η ευθύνη με τους κατάλληλους διπλωματικούς ελιγμούς και τα νομικά επιχειρήματα να επιχειρήσουν να περισώσουν, αν βεβαίως υπάρχουν τα περιθώρια, τις οιεσδήποτε εθνικές ζημίες.
Infognomonpolitics.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου